- ἄθλιπτος
- ἄθλιπτοςnot oppressedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άθλιπτος — ο (Α ἄθλιπτος, ον) και άθλιφτος [θλίβω] ο άθλιβος … Dictionary of Greek
ἀθλίπτως — ἄθλιπτος not oppressed adverbial ἄθλιπτος not oppressed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθλιπτον — ἄθλιπτος not oppressed masc/fem acc sg ἄθλιπτος not oppressed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθλίπτοις — ἄθλιπτος not oppressed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθλίπτου — ἄθλιπτος not oppressed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθλίπτους — ἄθλιπτος not oppressed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθλιπτα — ἄθλιπτος not oppressed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθλιπτοι — ἄθλιπτος not oppressed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθλιβος — η, ο (AM ἄθλιβος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που δεν έχει υποστεί ταλαιπωρίες, που δεν έχει δοκιμάσει στενοχώριες αρχ. αυτός που δεν πιέστηκε, άθλιπτος, άστιφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θλίβω] … Dictionary of Greek